- ὑδρομέτριον
- ὑδρο-μέτριον, τό,A vessel for measuring a flow of water, Ptol.Alm.5.14 (cj. for -ιῶν), Procl.Hyp.4.71.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υδρομέτριον — τὸ, Α είδος αγγείου που περιείχε νερό και το οποίο ήταν κατάλληλο για υδροστατική καταμέτρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ)ο) * + μέτρον + επίθημα ιον] … Dictionary of Greek
ὑδρομετρίων — ὑδρομέτριον vessel for measuring a flow of water neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)